ευφώνιο

ευφώνιο
το
μουσ.
1. είδος χάλκινου πνευστού μουσικού οργάνου που χρησιμοποιείται στη στρατιωτική μουσική
2. μουσικό όργανο που αποτελείται από γυάλινους σωλήνες, οι οποίοι, τριβόμενοι με βρεγμένα χέρια, αποδίδουν χρωματική κλίμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”